- τελειωμένου
- τελειόωmake perfectpres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βικάτος, Σπυρίδων — (Αργοστόλι 1878 – Αθήνα 1960).Ζωγράφος. Μαθήτευσε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους της ζωγραφικής τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη και τον Νικηφόρο Λύτρα και της γλυπτικής τον Γεώργιο Βρούτο. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του… … Dictionary of Greek
Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… … Dictionary of Greek